Η μεγάλη απάτη με τα ορθοπεδικά υλικά, οι μίζες και η λίστα που έφθασε από τις ΗΠΑ
Του Τασου Tελλογλου
Δεκαπέντε γνωστοί ορθοπεδικοί βρίσκονται στο στόχαστρο των ελληνικών αρχών (Εισαγγελία, Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων) για το σκάνδαλο διαρκείας παράνομων πληρωμών της (αμερικανικής) εταιρείας ορθοπεδικών ειδών Depui Hellas σε γιατρούς νοσοκομείων για την «προώθηση πωλήσεων» της εταιρείας στο διάστημα 2002-2006.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «K», οι εμπλεκόμενοι ορθοπεδικοί συμπεριλαμβάνονταν σε μία λίστα περίπου 250 ονομάτων που «έδωσαν» οι αμερικανικές αρχές στις ελληνικές, τον Δεκέμβριο του 2008. Αυτοί οι 250, εμφανίζονταν ως αποδέκτες παράνομων πληρωμών από την εταιρεία στην Ελλάδα, «πληρωμές» για τις οποίες η Depui υποχρεώθηκε να καταβάλει (27/9/2007) 85 εκατομμύρια δολάρια πρόστιμο, το οποίο επιβλήθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες οι λογαριασμοί των 15 γιατρών, που ελέγχθηκαν λόγω του μεγάλου αριθμού των υλικών που εμφύτευαν (...) έχουν ανοιχθεί. Οσοι από τους γιατρούς αυτούς πληρώθηκαν απευθείας από τις εταιρείες των προμηθευτών θα καθίσουν στο εδώλιο, ενώ οι γιατροί κρατικών νοσοκομείων θα κληθούν να δικαιολογήσουν την προέλευση των καταθέσεων στους λογαριασμούς τους. Οι γιατροί των οποίων οι λογαριασμοί «ανοίχθηκαν» εργάζονταν, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», σε ιδιωτικά και δημόσια νοσοκομεία στην Αθήνα (ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ, ΚΑΤ, Γενικό Κρατικό, Αττικό), τη Θεσσαλονίκη (Παπαγεωργίου), την Κρήτη (Ηράκλειο) και την Πελοπόννησο (Πάτρα).
Η «έφοδος» των αρχών, δηλαδή της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων και της Εισαγγελίας, σε γραφεία και στο σπίτι μιας βασικής υπόπτου έφεραν στο φως επιπρόσθετα στοιχεία για γιατρούς και «τζίρους». Οι εμπλεκόμενοι γιατροί «αμείβονταν» με ποσοστά 20-25% επί της αξίας του ορθοπεδικού υλικού, το οποίο τοποθετούσαν στους ασθενείς.
Και την αλληλογραφία
Η έρευνα αξιοποιεί, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», και τη σχετική αλληλογραφία ανάμεσα στη θυγατρική της Depui στο Λονδίνο, με τους εκπροσώπους της εταιρείας Medec στις αρχές του 2002, σύμφωνα με την οποία το 30% του τζίρου διετίθετο στην ελληνική εταιρεία – μεσάζοντα και από εκεί σε τρείς ΕΠΕ (Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης) μέσω των οποίων τα χρήματα κατέληγαν στους εμπλεκόμενους γιατρούς. Στην ίδια αλληλογραφία, ο υπεύθυνος της ελληνικής εταιρείας Ν.Κ. γράφει στον Τζον Ντ. εκπρόσωπο της εταιρείας στο Λονδίνο -εναντίον του οποίου έχουν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες από τις βρετανικές αρχές με βάση τα στοιχεία των αρχών των ΗΠΑ που κοινοποιήθηκαν στην Ελλάδα- ότι οι ελληνικές αρχές (υπουργείο Υγείας) σχεδιάζουν περικοπές των τιμών «γι’ αυτό στην περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο η διέξοδός μας θα είναι η αύξηση του αριθμού των τεμαχίων που πουλιούνται, αύξηση που πετύχαμε το 2001 και σκοπεύουμε να συνεχίσουμε και το 2002...».
Η μείωση των τιμών τις οποίες επεδίωκε να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση (σύμφωνα με την εταιρεία) ήταν της τάξης του 10%, στο ίδιο πλαίσιο που επιχειρεί να το πράξει και σήμερα η κυβέρνηση σκοπεύοντας να «πιέσει» τους προμηθευτές χωρίς όμως να λάβει μέτρα κατά των βασικών κινητήριων μοχλών αυτού του παράνομου «δούναι-λαβείν», που σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτοί με τις «άσπρες μπλούζες». Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» στα συναρμόδια υπουργεία έχουν δοθεί εντολές ώστε να μειωθούν οι τιμές των προμηθειών των νοσοκομείων με μία στρατηγική που να δίνει την εντύπωση «ότι δεν χάνει κανείς». Η πολιτική αυτή, εκτιμάται ότι δεν ακολουθεί «διδάγματα» του παρελθόντος .
Οι δύο πλευρές
Είναι αξιοσημείωτο οτι οι δύο πλευρές του σκανδάλου, δηλαδή η ελληνική εταιρεία Medec και η βρετανική Depui, είχαν συμφωνήσει το 2000 κατά τις διαπραγματεύσεις τους, ότι το περιθώριο (PROFED) για τα έξοδα πωλήσεων σε ό,τι αφορούσε τους γιατρούς «θα ήταν επαρκές παρά το γεγονός ότι οι μέτοχοι της ελληνικής εταιρείας γνώριζαν ότι ανταγωνιστές, όπως η Johnson & Johnson πλήρωναν περισσότερα...».
Τον επόμενο χρόνο, το 2001, πολλές εταιρείες «ανέβασαν τα ποσοστά που έδιναν στους γιατρούς» και η Medec αναγκάστηκε να ακολουθήσει την ίδια στρατηγική...
Εκείνη την περίοδο, ανταγωνιστές της ελληνικής εταιρείας έδιναν το 26-30% στους γιατρούς και ο αντιπρόσωπος της Depui αναγκάστηκε να «ανέβει» στο 23% για να μπορέσει να μείνει μέσα στην αγορά. Την ίδια χρονική περίοδο, πολλές εταιρείες έγιναν «όμηροι» ενός συστήματος που οι ίδιες είχαν γιγαντώσει αφού λόγω του ανταγωνισμού... οι γιατροί ζητούσαν όλο και υψηλότερα ποσοστά «μίζας».
Οι Βρετανοί, πάντως, υποπτεύονταν τους Ελληνες μετόχους της εταιρείας - αντιπροσώπου στην Ελλάδα, εκτιμώντας ότι κρατούσαν «για τον εαυτό τους» ένα μέρος των προμηθειών χρεώνοντας τους Βρετανούς με πολύ υψηλά λειτουργικά έξοδα. Στο μεταξύ, οι Ελληνες μεσάζοντες ανησυχούσαν για την εφαρμογή του νόμου του Αλέκου Παπαδόπουλου (πρώην υπουργός Υγείας), σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι διαγωνισμοί για την προμήθεια ιατροτεχνολογικού υλικού από τα νοσοκομεία θα προκηρύσσονταν από τα ΠΕΣΥ (Περιφερειακά Συστήματα Υγείας). Μάλιστα οι προμηθευτές, όπως διαφαίνεται μέσα από την ίδια αλληλογραφία, επιθυμούσαν να παραμείνει το καθεστώς των «διαγωνισμών» («μαϊμού» κατά κανόνα...) των νοσοκομείων για να συνεχιστεί η τακτική της «μίζας».
Οι Βρετανοί συνομιλητές των Ελλήνων αντιπροσώπων σημειώνουν ακόμα, ότι τα κέρδη τους κατά το έτος 2001 σημείωσαν υποχώρηση (gross profit decline) λόγω της αύξησης των «μαύρων xρημάτων» και των λειτουργικών εξόδων.
Και σε υλικά επεμβατικής καρδιολογίας
Οι έρευνες των ελληνικών διωκτικών αρχών δεν περιορίστηκαν πάντως μόνο στα ορθοπεδικά υλικά, αλλά επεκτάθηκαν και σε Ελληνα εισαγωγέα υλικών επεμβατικής καρδιολογίας (στεντ, «μπαλονάκια», βηματοδότες) με επίκεντρο το γεγονός ότι ο εισαγωγέας διατηρούσε «πλέγμα» εταιρειών στην Κύπρο από τις οποίες «έρχονταν» χρήματα στην Ελλάδα. Η «Κ» δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2009, σειρά σχετικών ρεπορτάζ για το εύρος των «τριγωνικών συναλλαγών» (χώρα παραγωγής, συνήθως ΗΠΑ - Κύπρος - Ελλάδα) στον τομέα υλικών της επεμβατικής καρδιολογίας. Οι διαφορές της τιμής από τη χώρα παραγωγής ως προς την Ελλάδα έφθαναν συχνά από το 1:3 έως το 1:6!