Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΑΥΓΗ : Φαρμακευτικές εταιρείες και Υγεία: Η σιωπή της ιατρικής κοινότητας

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΓΟΝΤΖΑ*
Τον τελευταίο χρόνο είναι συχνά τα δημοσιεύματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο για τα κακώς κείμενα στον χώρο του φαρμάκου. Νομίζω ότι ο σημερινός υπουργός Υγείας αναφέρθηκε και σε «πάρτι» φαρμακευτικών εταιρειών και λειτουργών υγείας. Το εντυπωσιακό και ανησυχητικό είναι η έλλειψη όποιας αντίδρασης από τον ιατρικό κόσμο και τα όργανά του δηλαδή ιατρικούς συλλόγους και ιατρικές σχολές.
Όταν το 1985 έφευγα για τις ΗΠΑ για καλύτερη εκπαίδευση και μεγαλύτερες ευκαιρίες στην έρευνα, δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο θα άλλαζαν τα πράγματα στις σχέσεις γιατρών - φαρμάκου σε 10-15 χρόνια στην Ελλάδα. Υπήρχαν και τότε αρνητικά φαινόμενα, αλλά περιορίζονταν στην «κορυφή» ή έτσι είχα αντιληφθεί.
Όταν 10-15 χρόνια αργότερα πύκνωσαν τα ταξίδια μου, για λόγους επιστημονικούς / επαγγελματικούς, υπήρχε πλήρης ανατροπή του σκηνικού. Παρουσία ομαδική γιατρών όλων των βαθμίδων, σε συνέδρια εντός και εκτός Ελλάδας, σε «εξωτικά» μέρη, σε ξενοδοχεία πολυτελούς διαβίωσης, σε business class, με λιμουζίνες ή μικρά πούλμαν, ακριβά γεύματα σε εστιατόρια συν γυναιξί και τέκνοις κ.λπ.
Μετά την εκλογή μου το 2000 (την πρώτη ακολούθησαν άλλες τρεις) ήρθα αντιμέτωπος με καταστάσεις πολύ πρωτόγνωρες σε μένα. Νεαροί γιατροί να μου ζητούν την άδεια για ταξίδια αναψυχής στις πρωτεύουσες του κόσμου ή σε κοσμοπολίτικα νησιά του Αιγαίου, «περιποιήσεις» σε πολυτελή συγκροτήματα στην Κρήτη και αλλού. Ένοχες ομολογίες για «δωράκια» για την επίπλωση του γραφείου και άλλα πολλά, ων αριθμός ουκ έστι.
Οι δε τελευταίες επίσημες καταγγελίες για το ότι μεγάλος αριθμός ιατρών βρίσκεται στο payroll φαρμακευτικών εταιρειών ξεπέρασαν και τους πιο εφιαλτικούς φόβους μου. Σε όλα αυτά δύο πράγματα είναι φανερά και δυσάρεστα. Ένα, η προσπάθεια των εταιρειών να κατευθύνουν τη συνταγογράφηση των σκευασμάτων τους και, δύο, η αμαχητί παράδοση του ιατρικού σώματος σε τέτοιες πρακτικές.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την «κατσάδα» που υπέστη, στην αρχή της ειδικότητάς μου στις ΗΠΑ από τον ειδικευμένο γιατρό - παθολόγο όταν παρήγγειλα αντιβιοτικό που ήταν πολύ ακριβό, ενώ επιστημονικά θα μπορούσα να είχα χρησιμοποιήσει κάποιο πολύ φθηνότερο αλλά εξίσου αποτελεσματικό. Τέτοιο μάθημα πολιτικής οικονομίας και κοινωνικής ευθύνης από Αμερικανό γιατρό (αργότερα συμπέρανα πως ήταν συντηρητικός, πολιτικά και κοινωνικά) δεν το είχα ποτέ ακούσει στα τόσα χρόνια της εκπαίδευσής μου στην Ελλάδα.
Μου έγινε αμέσως φανερό πως κάθε νοσοκομείο στις ΗΠΑ είχε τη δική του λίστα φαρμάκων που έπρεπε να συνταγογραφείς και ότι θα έπρεπε να εξηγείς με πολύ πειστικά επιχειρήματα γιατί συνταγογραφείς την εμπορική ονομασία (brand name) και όχι τη φαρμακευτική ουσία (generic). Την ίδια εποχή ο Ιατρικός Σύλλογος Αθήνας αντιδρούσε με λύσσα στην πρώτη απόπειρα του τότε υπουργού Υγείας για την εισαγωγή της λίστας φαρμάκων στα νοσοκομεία και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, χαρακτηρίζοντάς τα ως «σοσιαλ μανία», «κατάργηση» της ελεύθερης επιλογής γιατρού και φαρμάκου και άλλα πομπώδη.
Είχα αντιληφθεί ότι στη χώρα μας η ανέξοδη πολιτική ρητορεία καλά κρατεί και κάποια σκέψη για απάντηση σε αυτές τις «μπούρδες» από τις εμπειρίες μου στη χώρα του «άγριου καπιταλισμού» ήταν μάταιη.
Αργότερα, τέλη της δεκαετίας του 1980 με αρχές της δεκαετίας του '90, αντιλήφθηκα με ένα άμεσο τρόπο τους αγώνες και τις αγωνίες κάποιων ακαδημαϊκών δασκάλων στις ΗΠΑ να αντισταθούν στα παιχνίδια και το ασίγαστο πάθος για κέρδος των φαρμακευτικών εταιρειών. Ήταν τότε που ο δάσκαλός μου ο Anthony Kales μαζί με μερικούς άλλους έδινε τη μάχη του με την παντοδύναμη εταιρεία Upjohn για την απαγόρευση του «αμαρτωλού» υπνωτικού Halcion.
Δύο μεγάλα μαθήματα πήρα τότε, και από πρώτο χέρι. Πρώτον ένας βαθμός καχυποψίας προς φαρμακευτικές εταιρείες είναι επιβεβλημένος και υγιής. Δεύτερον, είναι υποχρέωση των γιατρών, των ακαδημαϊκών πιο πολύ, να χαράξουν μια γραμμή στις σχέσεις τους με τις εταιρείες, μια γραμμή που καθορίζεται από το συμφέρον του αρρώστου που μας εμπιστεύεται τη ζωή του, την υγεία του.
Από τότε είδα πολλούς γιατρούς να δίνουν αυτή τη μάχη με γνώμονα πάντα την αλήθεια και το συμφέρον των ασθενών μας. Είδα και επίορκους, κάποιους, όχι όλους, να τιμωρούνται παραδειγματικά, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα το 2009 τεσσάρων, πολύ γνωστών διεθνώς, ψυχιάτρων που έχασαν τη θέση τους. Είδα και τις Ιατρικές Σχολές, σχεδόν όλες, να θεσμοθετούν αυστηρά όρια στις σχέσεις ακαδημαϊκών και φαρμακευτικών εταιρειών.
Η χώρα μας είναι σε κρίση. Το ΕΣΥ είναι σε κρίση. Η σχέση γιατρών - ασθενών δεν είναι εκεί που πρέπει να είναι. Οι αδιαφανείς σχέσεις μας δεν βοηθάνε. Η σιωπή μας αυτή την ώρα δεν βοηθάει τη χώρα, το ΕΣΥ, το κύρος μας ως ακαδημαϊκών δασκάλων. Ξέρω, υπάρχει και αντίλογος. Μα στη χώρα μας χωρίς φαρμακευτικές εταιρείες δεν μπορεί να υπάρξει συμμετοχή σε εκπαίδευση ή έρευνα.
Πρώτον, ακόμα και αν το δεχτούμε αυτό (έχω τις αμφιβολίες μου), οι οποιεσδήποτε ανάγκες που δεν καλύπτονται από την πολιτεία δεν μπορούν να οδηγούν στην αποδοχή επονείδιστων πρακτικών. Δεύτερον, τα χρήματα των φαρμακευτικών εταιρειών μπορούν να εξυπηρετήσουν αυτούς τους σκοπούς, αρκεί εμείς συλλογικά και ατομικά να γράψουμε καθαρά τους κανόνες και να γίνουμε οι θεματοφύλακες της εφαρμογής τους.
Υπάρχει και μια άλλη αντίρρηση, περισσότερο «πολιτική». Όσο υπάρχουν εταιρείες που λειτουργούν με βάση το κέρδος όλες οι προσπάθειες ελέγχου είναι μάταιες.
Αυτό φάνηκε να πιστεύουν οι μισοί φοιτητές Ιατρικής με βάση πρόσφατη ερώτηση που τους έθεσα στις εξετάσεις τους. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτόν τον ισχυρισμό. Όμως οι κρατικές φαρμακοβιομηχανίες της Σοβιετικής Ένωσης δεν μας έδωσαν κάτι σημαντικό στην αντιμετώπιση της ασθένειας.
Και μέχρι την «επόμενη» Οκτωβριανή Επανάσταση εμείς δεν κάνουμε τίποτα; Παραδιδόμαστε αμαχητί στη δυσοσμία; Καλυπτόμαστε υποκριτικά πίσω από ψευδοεπαναστατική ρητορεία; Νομίζω ότι πολλοί θα συμφωνήσουμε πως είναι ώρα να σπάσουμε τη σιωπή, να δράσουμε. Οι ιατρικές σχολές, οι ιατρικοί σύλλογοι, οι φοιτητικές οργανώσεις, οι συνδικαλιστές και οι παρατάξεις τους, ιδιαίτερα της αριστεράς (όλης της αριστεράς) που η απουσία τους με απογοητεύει πιο πολύ.

* Ο Αλέξανδρος Βγοντζας είναι καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

κλικ εδώ για το δημοσίευμα