Κάποτε, μια χώρα με αδύναμη οικονομία, για να αποφύγει το χρόνιο πληθωρισμό, αποφάσισε να υιοθετήσει ένα από τα πιο ισχυρά νομίσματα του πλανήτη. Ο πληθωρισμός μειώθηκε κατακόρυφα μέσα σε λίγα χρόνια, τα χαμηλά επιτόκια τροφοδότησαν την κατανάλωση, τα εισαγόμενα προϊόντα έγιναν φτηνά και η ψευδαίσθηση της καλοπέρασης εδραιώθηκε στους πολίτες της...
Η οικονομία όμως έπασχε από χρόνια και βαθιά προβλήματα, και τίποτα δεν γινόταν προς την κατεύθυνση της λύσης τους. Η φοροδιαφυγή, η διαφθορά και το ξέπλυμα χρήματος βασίλευαν, ενώ ο δανεισμός του κράτους, λόγω της σταθερής ισοτιμίας του νομίσματος, γινόταν όλο και πιο φτηνός και η κυβέρνηση της χώρας κατέφευγε όλο και πιο συχνά σ' αυτόν για να καλύψει τις ανεπάρκειες της οικονομίας.
Έτσι τα ελλείμματα μεγάλωναν, το χρέος αυξανόταν και η κυβέρνηση το εξυπηρετούσε με περισσότερο χρέος. Ταυτόχρονα, το νόμισμα λόγω της σταθερής ισοτιμίας δεν μπορούσε να υποτιμηθεί, ενώ την περίοδο εκείνη γινόταν όλο και ισχυρότερο, με αποτέλεσμα τα προϊόντα της να γίνονται πιο ακριβά στο εξωτερικό, η οικονομία λιγότερο ανταγωνιστική και οι ξένες επενδύσεις πιο σπάνιες. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, οι ανταγωνιστικές της χώρες γίνονταν συνεχώς φτηνότερες μέσω της υποτίμησης των δικών τους νομισμάτων και τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια στράφηκαν εκεί.
Έτσι, η χώρα δανειζόταν χωρίς να παράγει αρκετά και ζούσε αμέριμνα πέρα από τις δυνατότητές της, μέχρι που κάποια στιγμή οι δανειστές της άρχισαν να απαιτούν περισσότερες εξασφαλίσεις με τη μορφή υψηλότερων τόκων, για να συνεχίσουν να τη δανείζουν. Αυτό δημιούργησε ένα φαύλο κύκλο: το υπέρογκο χρέος έκανε ακριβό το δανεισμό και ο ακριβός δανεισμός αύξανε κι άλλο το χρέος.
Κάποτε έγινε το αναμενόμενο: Η κυβέρνηση της χώρας δήλωσε αδυναμία εξόφλησης του χρέους της προς τους δανειστές της, δηλαδή πτώχευση.
Ο δανεισμός σταμάτησε, η σύνδεση της ισοτιμίας έπαψε, με αποτέλεσμα μια τεράστια υποτίμηση του παλιού νομίσματος (που επανήλθε), η οποία οδήγησε την οικονομία σε κατάρρευση: οι εισαγωγές έγιναν πανάκριβες και χιλιάδες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν. Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού πέρασε στην ανεργία, μισθοί, συντάξεις και παροχές μειώθηκαν δραματικά και αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν.
Όπως είναι φυσικό, οι ξένοι δανειστές που έχασαν τα λεφτά τους επέβαλαν μέσω των διεθνών οργανισμών επαχθή μέτρα ανασυγκρότησης της οικονομίας, κάτι που η κυβέρνηση μιας πτωχευμένης χώρας ήταν φυσικά υποχρεωμένη να δεχτεί.
Βίαιες ταραχές ξέσπασαν και τα τραύματα της οικονομίας δεν επουλώθηκαν ποτέ.
(Πρόκειται για την Αργεντινή, η οποία κήρυξε πτώχευση το 2001. Το αργεντίνικο πέσο είχε συνδεθεί με το δολάριο δέκα χρόνια νωρίτερα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με άλλες χώρες, κυβερνήσεις και οικονομικές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.)"
Η οικονομία όμως έπασχε από χρόνια και βαθιά προβλήματα, και τίποτα δεν γινόταν προς την κατεύθυνση της λύσης τους. Η φοροδιαφυγή, η διαφθορά και το ξέπλυμα χρήματος βασίλευαν, ενώ ο δανεισμός του κράτους, λόγω της σταθερής ισοτιμίας του νομίσματος, γινόταν όλο και πιο φτηνός και η κυβέρνηση της χώρας κατέφευγε όλο και πιο συχνά σ' αυτόν για να καλύψει τις ανεπάρκειες της οικονομίας.
Έτσι τα ελλείμματα μεγάλωναν, το χρέος αυξανόταν και η κυβέρνηση το εξυπηρετούσε με περισσότερο χρέος. Ταυτόχρονα, το νόμισμα λόγω της σταθερής ισοτιμίας δεν μπορούσε να υποτιμηθεί, ενώ την περίοδο εκείνη γινόταν όλο και ισχυρότερο, με αποτέλεσμα τα προϊόντα της να γίνονται πιο ακριβά στο εξωτερικό, η οικονομία λιγότερο ανταγωνιστική και οι ξένες επενδύσεις πιο σπάνιες. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, οι ανταγωνιστικές της χώρες γίνονταν συνεχώς φτηνότερες μέσω της υποτίμησης των δικών τους νομισμάτων και τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια στράφηκαν εκεί.
Έτσι, η χώρα δανειζόταν χωρίς να παράγει αρκετά και ζούσε αμέριμνα πέρα από τις δυνατότητές της, μέχρι που κάποια στιγμή οι δανειστές της άρχισαν να απαιτούν περισσότερες εξασφαλίσεις με τη μορφή υψηλότερων τόκων, για να συνεχίσουν να τη δανείζουν. Αυτό δημιούργησε ένα φαύλο κύκλο: το υπέρογκο χρέος έκανε ακριβό το δανεισμό και ο ακριβός δανεισμός αύξανε κι άλλο το χρέος.
Κάποτε έγινε το αναμενόμενο: Η κυβέρνηση της χώρας δήλωσε αδυναμία εξόφλησης του χρέους της προς τους δανειστές της, δηλαδή πτώχευση.
Ο δανεισμός σταμάτησε, η σύνδεση της ισοτιμίας έπαψε, με αποτέλεσμα μια τεράστια υποτίμηση του παλιού νομίσματος (που επανήλθε), η οποία οδήγησε την οικονομία σε κατάρρευση: οι εισαγωγές έγιναν πανάκριβες και χιλιάδες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν. Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού πέρασε στην ανεργία, μισθοί, συντάξεις και παροχές μειώθηκαν δραματικά και αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν.
Όπως είναι φυσικό, οι ξένοι δανειστές που έχασαν τα λεφτά τους επέβαλαν μέσω των διεθνών οργανισμών επαχθή μέτρα ανασυγκρότησης της οικονομίας, κάτι που η κυβέρνηση μιας πτωχευμένης χώρας ήταν φυσικά υποχρεωμένη να δεχτεί.
Βίαιες ταραχές ξέσπασαν και τα τραύματα της οικονομίας δεν επουλώθηκαν ποτέ.
(Πρόκειται για την Αργεντινή, η οποία κήρυξε πτώχευση το 2001. Το αργεντίνικο πέσο είχε συνδεθεί με το δολάριο δέκα χρόνια νωρίτερα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με άλλες χώρες, κυβερνήσεις και οικονομικές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.)"