Γιώργος Μανιάτης |
Πράγματι η κυριαρχία του φόβου μπορεί σήμερα να διαπιστωθεί στις διάφορες εκδηλώσεις της ζωής μας. Πως αλλιώς μπορεί να περιγραφεί το συναίσθημα εκείνων που θίγονται από τη συνεχώς διογκούμενη οικονομική αβεβαιότητα; Φόβος για το παρόν και το μέλλον της ύπαρξής τους. Φόβος εκείνων που βιώνουν την καθημερινή ανασφάλεια. Εκείνων που κλειδαμπαρώνονται τη μέρα και δεν κυκλοφορούν τη νύχτα. Φόβοι συχνά δυσανάλογοι των πραγματικών τους αιτίων. Φόβοι διογκωμένοι, προϊόντα φοβικών κοινωνιών. Ο φόβος της καθημερινής ζωής γίνεται ο προθάλαμος του ανορθολογισμού, του φόβου δίχως αίτια, του φόβου που μετουσιώνεται σε θρησκοληψία, σε εγκλωβισμό στη λογική του αδιέξοδου.
Ο φόβος καθορίζει και τη συμπεριφορά της εξουσίας. Φοβάται για την απώλεια της κυριαρχίας της. Εκδηλώνει το φόβο της με επίδειξη και άσκηση βίας. Διασπείρει και διαχέει το φόβο επιχειρώντας να τον καταστήσει διαρκή συνθήκη της αναγνώρισης και αποδοχής της. Η άσκοπη βία των κατασταλτικών μηχανισμών έχουν και αυτή την προληπτική λειτουργία. Η επίσημη επίδειξη βίας γίνεται κατεξοχήν παράγοντας αποτροπής και παρεμπόδισης οργανωμένων αντιεξουσιαστικών συμπεριφορών –δεν αναφέρομαι μόνο στις αντιδράσεις του τυπικά αυτοπροσδιοριζόμενου «αντιεξουσιαστικού χώρου»- και κοινωνικοπολιτικών διεκδικήσεων. Η εξουσία καθολικοποιεί το φόβο. Διαμορφώνει, δια του φόβου, τους όρους πρόσληψης της κυριαρχίας της. Η διαδικασία αυτή έχει σήμερα, στις συνθήκες της κρίσης, πολλαπλάσια ισχύ λόγω της δυνατότητας διασποράς ενός έντονα δραματοποιημένου φόβου από τα ποικίλα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Η εξουσία αυτού που σήμερα ελέγχει την πληροφορία και τη διαχειρίζεται πολιτικά σε βάρος των λαϊκών μαζών είναι φοβική εξουσία.
Ο έλεγχος του φόβου αποτελεί κατάφαση της ισχύος. Ο Πλατωνικός στοχασμός το είχε ήδη επισημάνει. Στους Νόμους (646e-649c) διακρίνει δύο είδη φόβου, σχεδόν αντίθετων μεταξύ τους. Πρόκειται για το φόβο του επικείμενου κακού και το φόβο της κοινής γνώμης που επιφέρει την αισχύνη. Το δεύτερο είδος τιμά ιδιαιτέρως ο νομοθέτης. Ο σωστός πολίτης οφείλει συγχρόνως να είναι άφοβος, όσον αφορά στο πρώτο είδος, και φοβιτσιάρης, όσον αφορά στο δεύτερο. Ο νομοθέτης/εξουσία αξιοποιεί αυτή τη διπλή φύση του φόβου- την εξωτερική και εσωτερική- για να οργανώσει το σωστό κράτος. Η εξουσία εξορθολογίζει το φόβο, τον ελέγχει, τον κατευθύνει. Ο φόβος καθίσταται χειραγωγός σε πολιτικό και ηθικό επίπεδο. Η αντιμετώπιση του πρώτου είδους φόβου –αυτού που αισθανόμαστε μπροστά σ’ ένα επικείμενο κακό- είναι κριτήριο της αδράνειας. Η αξιοποίηση του φόβου υπό την έκθεση ενώπιον της κοινής γνώμης είναι κριτήριο της δικαιοσύνης. Ο φόβος είναι προϋπόθεση της αποδοχής της εξουσίας. Αναρωτιέται ο Πλάτων: «Λοιπόν έδωσε κανένας θεός στους ανθρώπους φάρμακο του φόβου, ώστε, όσο περισσότερο θέλει να πίνει κανένας απ’ αυτό, να νομίζει ότι γίνεται, ύστερα από κάθε δόση, δυστυχισμένος και να φοβάται όλα τα παρόντα και όσα πρόκειται να του συμβούν στο μέλλον, και τελικά να καταντήσει να φοβάται το κάθε τι ο γενναιότερος από τους ανθρώπους, αλλά και όταν αφυπνισθεί και λευτερωθεί από την επίδραση του πιοτού να ξαναγίνει πάλι ο ίδιος;» Η απάντηση είναι: κανένα. «Αν όμως βρισκόταν από κάποιον –συνεχίζει ο Πλάτων-, θα ήταν χρήσιμο στο νομοθέτη σχετικά με το πρόβλημα της ανδρείας; Θα μπορούσαμε, λόγου χάριν, να συζητήσουμε μαζί του με ευχέρεια γι’ αυτό το ζήτημα και να τον ρωτήσουμε; Πες μας νομοθέτη… Θα δεχόσουνα να βρεις πρώτα-πρώτα ένα μέσο που σε κάνει ικανό να ελέγχεις τη γενναιότητα και τη δειλία των πολιτών;» Η απάντηση, βεβαίως, είναι καταφατική. Το πλατωνικό ποτό, με το οποίο ο νομοθέτης μπορεί να διαμορφώνει πολίτες άφοβους σκληραγωγόντας τους μέσω του φόβου («… η ανδρεία και η έλλειψη φόβου πρέπει να καλλιεργούνται μέσα στους φόβους».), συμβολίζει τη σχέση εξουσίας – φόβου και τα μέσα πραγμάτωσής της.
Από πολιτική άποψη η πιο ενδιαφέρουσα ερμηνευτική του φόβου στην αρχαία σκέψη είναι αυτή που επιχειρεί ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του. Στο έργο αυτό, ιδιαίτερα στο Βιβλίο Β’, ο Αριστοτέλης προβαίνει σε διεξοδική ανάλυση των παθών –της οργής, της πραότητας, της αγάπης και του μίσους, του φόβου, της αισχύνης, της ευνοϊκής διάθεσης, του οίκτου, της νεμέσεως, του φθόνου.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο φόβος είναι κάποια λύπη ή ταραχή που προέρχεται από την ιδέα ότι πρόκειται να επέλθει κάποιο κακό, δηλ. κάποια καταστροφή ή μεγάλη λύπη. Δεν προκαλούν όλα τα κακά φόβο. Αυτός προέρχεται μόνο όταν αυτά επίκεινται και βρίσκονται πολύ κοντά μας. Γιατί δεν φοβάται κανείς εκείνο που απέχει ακόμη πολύ. Φόβο προξενεί επίσης και η αδικία όταν είναι περιβλημένη με ισχύ. Επίσης και η αρετή όταν έχεις υποστεί προσβολή και είναι περιβλημένη με δύναμη, γιατί είναι φανερό ότι συνεπεία της προσβολής έχει πάντοτε την πρόθεση να εκδικηθεί, στη δε παρούσα περίσταση έχει και τη δύναμη να το πράξει. Φόβο επίσης προκαλούν εκείνοι που έχουν τη δύναμη να αδικήσουν σ’ εκείνους που είναι δυνατό να αδικηθούν, γιατί συνήθως οι άνθρωποι όταν μπορούν αδικούν. Επίφοβοι είναι και εκείνοι που έχουν αδικηθεί ή νομίζουν ότι αδικούνται, γιατί πάντοτε καιροφυλακτούν για να εκδικηθούν. Επίφοβοι είναι και εκείνοι που έχουν ήδη αδικήσει, αν είναι περιβλημένοι με δύναμη, γατί είναι ενδεχόμενο να ξαναρχίσουν, επειδή φοβούνται τα αντίποινα. Φόβο προκαλούν και οι ανταγωνιστές που επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό χωρίς να είναι δυνατό να τον απολαύσουν και οι δύο συγχρόνως. Και γενικά, υπάρχει άμεση σχέση των αιτιών που προξενούν φόβο με την ισχύ και την αδικία. Φοβούμαστε τους ισχυρότερους αλλά και τους πιο αδύναμους, όταν έχουν ή αισθάνονται ότι έχουν αδικηθεί. Σε κάθε περίπτωση, ο Αριστοτέλης συνδέει το φόβο με καταστάσεις που προκύπτουν στην κοινωνικοπολιτική ζωή, οι οποίες σταθμίζονται με όρους ισχύος και επιβολής.
Η διαπραγμάτευση του φόβου από τον Αριστοτέλη θα ήταν ελλιπής, αν δεν εξέταζε και την αντίθετη κατάσταση, δηλ. το θάρρος. Θάρρος είναι η ελπίδα που προέρχεται από την ιδέα ότι η μεν σωτηρία μας προσεγγίζει τα δε επίφοβα πράγματα ή δεν υπάρχουν ολωσδιόλου ή βρίσκονται μακριά μας. Με δυο τρόπους οι άνθρωποι γίνονται άφοβοι. Είτε επειδή έχουν δοκιμάσει τον κίνδυνο ή επειδή πάντοτε βρήκαν τον τρόπο να διαφύγουν. Το θάρρος συνδέεται και με το αίσθημα υπεροχής. Αυτό δημιουργείται από το πλήθος των χρημάτων, τη δύναμη των στρατευμάτων και των φίλων, η υπεροχή της χώρας και των πολεμικών προπαρασκευών. Συνδέεται επίσης και με τη βεβαιότητα της επιτυχίας. Έτσι θάρρος έχουν όσοι πιστεύουν ότι, όταν επιχειρήσουν κάτι, θα το πετύχουν ή τουλάχιστον δεν πρόκειται να πάθουν τίποτε, ούτε αμέσως ούτε αργότερα. Σε γενικές γραμμές, το θάρρος εξαρτάται από τις εμπειρίες και τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων.
Οι σχετικές αναφορές στην κλασική πολιτική σκέψη θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Στο Θουκιδίδη για παράδειγμα, ο οποίος είναι βασικός ανατόμος της λειτουργίας του φόβου στην ιστορία. Ας μη ξεχνάμε εξάλλου ότι το βασικό ιδεολογικό επιχείρημα για τη συγκρότηση και νομιμοποίηση της αστικής εξουσίας θεμελιώνεται στο φόβο που γεννά ο άκρατος ανταγωνισμός. Οι θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, σε τελευταία ανάλυση, στη διαχείριση του φόβου στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους.
Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαχείριση του θάρρους από τη μεριά του λαϊκού κινήματος. Η πολιτική διαχείριση της αισιοδοξίας για το παρόν και το μέλλον των αγώνων του. Η αξιοποίηση του φόβου που γεννά στην καπιταλιστική κυριαρχία το ενδεχόμενο της ανατροπής της. Αυτό όμως δεν είναι αυτονόητο. Αποτελεί ένα κρίσιμο πολιτικό ζήτημα πέραν της συνήθους συνθηματολογίας. Η οργάνωση των «φοβισμένων» φοβίζει τους διαχειριστές του φόβου τους.