09/05/2009 (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
O ΟΟΣΑ εντοπίζει διαφθορά, εισοδηματική ανισότητα και έλλειμμα σε δαπάνες για την Yγεία
Σωτηρης Nικας
Ο εκτροχιασμός του ελλείμματος του προϋπολογισμού, δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που αναδεικνύει τα προβλήματα της Ελλάδας. Μια σειρά από κοινωνικούς δείκτες, τους οποίους ανακοίνωσε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), δείχνουν το σοβαρό κοινωνικό έλλειμμα του ελληνικού κράτους, αλλά και το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις δεν έχουν καταφέρει να το αντιμετωπίσουν ουσιαστικά.
Η Ελλάδα μπορεί να μην είναι στη χειρότερη θέση μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών - μελών του ΟΟΣΑ, όμως σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες που εξετάζει ο Οργανισμός στην έκθεσή του, η χώρα μας παρουσιάζει χειρότερα ποσοστά σε σχέση με τον μέσο όρο. Φτώχεια, δαπάνες για την υγεία, εισοδηματική ανισότητα, παιδική φτώχεια, κατά κεφαλήν εισόδημα, δαπάνες για την φροντίδα των παιδιών και φόβοι για εγκληματικότητα, είναι κάποιοι από τους δείκτες της μελέτης, οι οποίοι χτυπάνε «κόκκινο» για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2005, στην Ελλάδα το «φάντασμα» της φτώχειας έπληξε περισσότερο τους πολίτες της από ό,τι σε 20 άλλες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, από το σύνολο των 30 ανεπτυγμένων χώρων του Οργανισμού, που εξετάστηκαν στη μελέτη. Μάλιστα, στη σχετική κατάταξη η Ελλάδα βρέθηκε να απειλείται περισσότερο από τη φτώχεια έναντι της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Τσεχίας, ενώ αντιθέτως μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπισαν η Ισπανία, η Πολωνία, η Ιρλανδία, η Τουρκία και το Μεξικό.
Από τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), που αφορούσαν το 2006, το 20,3% του πληθυσμού της Ελλάδας ήταν φτωχό. Δηλαδή, 2.190.933 άτομα ζούσαν με λιγότερα από 6.120 ευρώ τον χρόνο, ενώ τα νοικοκυριά που βρίσκονταν στο κατώφλι της φτώχειας ήταν 838.910.
Επίσης, στην ίδια έρευνα αναφέρεται ότι οι κοινωνικές μεταβιβάσεις δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν όσο θα έπρεπε στον περιορισμό του φαινομένου της φτώχειας. Και αυτό γιατί τα κοινωνικά επιδόματα μειώνουν το ποσοστό της φτώχειας μόλις κατά 3,5%. Σε μεγαλύτερο κίνδυνο βρίσκονται οι άνεργοι, τα μέλη των νοικοκυριών με χαμηλή εκπαίδευση, οι νέοι και όσοι ζουν στην επαρχία. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι το εισόδημα του πλουσιότερου μέρους του πληθυσμού είναι 6 φορές μεγαλύτερο -κατά μέσο όρο- σε σχέση με το εισόδημα του φτωχού πληθυσμού, δηλαδή είναι πάνω από 36.000 ευρώ.
Παράλληλα, στην έρευνά της η ΕΣΥΕ επισήμανε ότι το όριο της φτώχειας για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα μέλη διαμορφώθηκε το 2006 στα 12.852 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο ατομικό εισόδημα έφτασε στα 12.130,28 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ανήλθε στις 21.140,37 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά την παιδική φτώχεια, αυτή αυξήθηκε στη δεκαετία του 2000, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, αντί να μειωθεί όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ουγγαρία, την Αυστραλία, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Αγγλία και την Αμερική. Παράλληλα, οι δαπάνες για τη φροντίδα των παιδιών το 2005, ήταν πολύ χαμηλές. Οταν κατά μέσο όρο οι 30 εξεταζόμενες χώρες του ΟΟΣΑ δαπανούσαν το 0,3% του μέσου εισοδήματος, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 0,15% του εθνικού εισοδήματος.
Ενας από τους παράγοντες που αυξάνουν και το ποσοστό της φτώχειας, είναι ο χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την υγεία. Στην Ελλάδα, το 2006, το 9,1% του ΑΕΠ κατευθύνθηκε σε δαπάνες για την υγεία. Από το ποσοστό αυτό το 5,6% ήταν οι δημόσιες δαπάνες, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο των 30 χωρών του ΟΟΣΑ (6,5%), ενώ το υπόλοιπο 3,5% αφορούσε σε ιδιωτικές δαπάνες.
Οι Ελληνες, μαζί με τους Μεξικανούς, τους Ελβετούς και τους Αμερικανούς, ξοδεύουν τα περισσότερα -συγκριτικά πάντα με το ΑΕΠ της κάθε χώρας - για να εξασφαλίσουν την υγεία τους. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει ότι οι Ελληνες δεν εμπιστεύονται το δημόσιο σύστημα υγείας και αναγκάζονται να πληρώνουν από την τσέπη τους για να εξασφαλίσουν στους ίδιους και τις οικογένειές τους, αξιοπρεπή υγειονομική περίθαλψη.
Το 2006, το κατά κεφαλήν εισόδημα διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στα 23.798 δολάρια, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν στα 26.500 δολάρια. Η Ελλάδα κατέλαβε την 21η θέση μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ που συμπεριέλαβε στην έκθεσή του, ενώ ο Οργανισμός κατέγραψε και σημαντικές εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των τάξεων της ελληνικής κοινωνίας. Στην πρώτη θέση βρέθηκε το Λουξεμβούργο, με κατά κεφαλήν εισόδημα 55.653 δολάρια, ακολούθησε η Νορβηγία με 45.552 δολάρια και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με 38.874 δολάρια. Ετήσιο εισόδημα από 30.000 δολάρια έως 35.000 δολάρια κατά μέσο όρο διέθεταν -μεταξύ άλλων- οι Ελβετοί, οι Ολλανδοί, οι Σουηδοί, οι Ιρλανδοί και οι Αγγλοι, ενώ στην τελευταία θέση του σχετικού πίνακα βρέθηκαν οι Τούρκοι, με κατά κεφαλήν εισόδημα της τάξης των 10.805 δολαρίων.