Ιδρύονται συνεχώς νέα ογκολογικά θεραπευτήρια, μαιευτήρια, ψυχιατρεία
Της Γαληνης Φουρα
Την ίδια στιγμή που τα χρέη «πνίγουν» το ΕΣΥ, ο τζίρος των ιδιωτικών μονάδων υγείας αυξάνεται με ρυθμό 10% τον χρόνο.
Σε μια αγορά που από αρκετούς πάντως θεωρείται κορεσμένη, ο ιδιωτικός τομέας με τη «συνδρομή» γιατρών συνεχίζει να επενδύει σε νέες μονάδες: Σε μαιευτήρια, ψυχιατρεία, Κέντρα Φυσικής Αποκατάστασης, ακόμη και ογκολογικά θεραπευτήρια, «ποντάροντας» στην οικονομική εξουθένωση και οργανωτική - λειτουργική αποδιοργάνωση των δημόσιων νοσοκομείων. Οι επενδύσεις αυτές ξεκίνησαν πριν από την οικονομική κρίση, η οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, αναμένεται να στρέψει πιο πολλούς ασθενείς στα ιατρεία του ΙΚΑ και στα νοσοκομεία, καθώς θα αδυνατούν να καταβάλουν ποσά από τον οικογενειακό προϋπολογισμό για την υγεία τους. Ειδικότερα:
- Υπό κατασκευή -στο τελικό στάδιο- είναι το «Ερασίνειο», στη Βάρη, δυναμικότητας 250 κλινών, που χρηματοδοτείται από τράπεζες και ιδιωτικά κεφάλαια με τη συμμετοχή περίπου 130 γιατρών. Το έργο ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια με άδεια για ογκολογικό θεραπευτήριο, συζητείται όμως το ενδεχόμενο να αναπτυχθεί και σε άλλες ειδικότητες, καθώς η Ανατολική Αττική δεν διαθέτει νοσοκομείο.
- Στα μεγάλα μαιευτήρια της Αττικής πρόκειται σύντομα να προστεθεί ακόμη ένα, το «Ρέα» (απέναντι από το Ωνάσειο), μια επένδυση που ολοκληρώνεται με τη συμμετοχή πολλών μαιευτήρων (αναφέρονταν 300) κυρίως από τον Πειραιά.
- Στη φάση προμελετών ή κατάθεσης αδειών λειτουργίας βρίσκονται και έξι νέα ιδιωτικά ψυχιατρεία στην περιφέρεια της χώρας, τα οποία έρχονται να καλύψουν το κενό από την κατάρρευση του συστήματος ψυχικής υγείας. Ποτέ δεν αναπτύχθηκαν ψυχιατρικές κλινικές στα γενικά νοσοκομεία, όπως προβλεπόταν στα κοινοτικά προγράμματα «Ψυχαργώς 1» και «2». Το Δαφνί, το Δρομοκαΐτειο και τα ελάχιστα τμήματα που δημιουργήθηκαν στα νοσοκομεία, δεν επαρκούν να καλύψουν τη ζήτηση, μετά το «λουκέτο» πολλών κοινωνικών δομών.
Στη διαδικασία ανάπτυξης είναι επίσης πολλά Κέντρα Φυσικής Αποκατάστασης, τα οποία φυτρώνουν σαν μανιτάρια σε όλη τη χώρα, λόγω της υψηλής χρηματοδότησής τους (κατά 60%) με τον αναπτυξιακό νόμο, και της παντελούς απουσίας δημοσίων υπηρεσιών. Νέα κέντρα Φυσικής Αποκατάστασης οργανώνονται στην Καλαμάτα, τις Σέρρες, την Κοζάνη, τη Δράμα, την Κρήτη και σε άλλες περιοχές της χώρας, ενώ αρκετά λειτουργούν ήδη.
- Αντίθετα, δεν έχουν προχωρήσει οι διαγωνισμοί σημαντικών και αναγκαίων μονάδων που είχε προβλεφθεί να δημιουργηθούν με τη σύμπραξη δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, όπως το Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης και της Πρέβεζας.
Χωρίς σχέδιο
Το σημαντικό ερώτημα είναι εάν οι νέες επενδύσεις εντάσσονται σε κάποιο στρατηγικό σχέδιο για τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού. Φαίνεται πως όχι, όπως άλλωστε συνέβη και με τις επενδύσεις του δημόσιου τομέα.
«Η Ελλάδα χρειάζεται υπηρεσίες, όχι νέες κλίνες», υπογράμμισε στην «Κ» ο σύμβουλος επιχειρήσεων Υγείας Γιάννης Χατζηχρήστος. Το 90% των πολιτών που απευθύνονται στα νοσοκομεία θα μπορούσαν να το έχουν αποφύγει, εάν υπήρχε Σύστημα Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Ομως, κανένα σχέδιο για τη δημιουργία Πρωτοβάθμιας από τα πολλά που συζητήθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια δεν προχώρησε, αστικά Κέντρα Υγείας, δίκτυα, συνενώσεις ιδιωτών γιατρών κ.τ.λ. Εναλλακτικά μοντέλα όπως το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», δεν ολοκληρώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν, παρά την επιτυχία και τη μεγάλη αποδοχή τους από τον πληθυσμό.
Στο πλαίσιο του προγράμματος σταθερότητας η πολιτεία δεν μπορεί να συνεχίσει να «αγνοεί» τη γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα υγείας. Η έκρηξη των δαπανών για φάρμακα και άλλα ιατρικά προϊόντα, από 5,2 δισ. ευρώ το 2008 σε 9,1 δισ. το 2009, δείχνει μια πρωτοφανή παθογένεια, ένα «πάρτι» με τις συνταγογραφήσεις που οφείλεται στην έλλειψη συστήματος και ελέγχου των υπηρεσιών υγείας. Ενα σημαντικό ποσοστό (περίπου το 23%) των συνολικών δαπανών απορροφείται από 30.000 ειδικευμένους ιδιώτες γιατρούς, στους οποίους αναλογούν κατά κεφαλήν 87.500 ευρώ.
Εάν στον δημόσιο τομέα υπάρχουν «φακελάκια», στον ιδιωτικό υπάρχει το σύστημα «ο συστήσας και ο θεράπων», με τον «διαμεσολαβητή» γιατρό να αμείβεται με 10-15% κατά μέσον όρο. Το τι συμβαίνει με τη συνταγογράφηση είναι κοινό μυστικό. Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με εκτιμήσεις, κινούνται περί τα 700 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, που αποτελούν τον «σκληρό πυρήνα» της παραοικονομίας στην υγεία.
Υπερτερούν σε τεχνολογία και παροχές
«Ο δημόσιος τομέας έχει την επιστημονική επάρκεια και ενδεχομένως την πρωτοκαθεδρία, λόγω του ιατρικού του δυναμικού, να αντιμετωπίσει σύνθετα προβλήματα και σοβαρά περιστατικά, που δεν είναι ελκυστικά από άποψη κερδοφορίας για τον ιδιωτικό τομέα», τονίζει στην «Κ» ο λέκτορας Πολιτικής Υγείας, Κυριάκος Σουλιώτης.
«Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό», διευκρινίζει, «αλλά δείχνει την παντελή έλλειψη κανόνων στη συμβολή και τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος μπορεί να “επιλέγει” περιστατικά με κριτήριο την κερδοφορία. Συνήθως πιο κερδοφόρα είναι αυτά που έχουν μικρή διάρκεια νοσηλείας και συνοδεύονται από ένα ευρύ φάσμα διαγνωστικών και θεραπευτικών παρεμβάσεων, ή από σύνθετες διαγνωστικές και απεικονιστικές εξετάσεις.
Μελέτες
Παλαιότερες μελέτες έδειξαν ότι σοβαρά περιστατικά όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακές αρρυθμίες, νεοπλάσματα, εγκεφαλικά, ατυχήματα, αντιμετωπίζονται κατά 85% στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, σήμερα διαφαίνεται μια τάση, σοβαρά περιστατικά τα οποία λόγω της προόδου της τεχνολογίας αντιμετωπίζονται πλέον με μικρότερη παραμονή στο νοσοκομείο, να κατευθύνονται και αυτά στον ιδιωτικό τομέα, λόγω της τεχνολογικής υπεροπλίας του. Αυτό οφείλεται αφενός στις οικονομικές δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα να επενδύει στη νέα τεχνολογία και αφετέρου στην ευελιξία που έχει στη λήψη αποφάσεων, η οποία δίνει το πλεονέκτημα να ολοκληρώνει σύντομα τις διαδικασίες προμηθειών, που στο Δημόσιο μπορεί να διαρκέσουν χρόνια. Ενας άλλος λόγος είναι ότι στον δημόσιο τομέα δεν υπάρχουν κίνητρα παραγωγικότητας για τους γιατρούς και το προσωπικό. Ο χειρουργός αμείβεται το ίδιο, ανεξάρτητα από τον αριθμό και την ποιότητα των ιατρικών πράξεων που πραγματοποιεί. Μεγάλο πλεονέκτημα του ιδιωτικού τομέα που βασίζει τα κέρδη του στα χειρουργικά περιστατικά και τις διαγνωστικές εξετάσεις είναι η ταχύτητα της εξυπηρέτησης και η καλή ξενοδοχειακή υποδομή.
«Η ανυπαρξία ελέγχων και μέτρησης της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών είναι ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα σε αυτό το μη σύστημα υγείας», υπογραμμίζει στην «Κ» η διδάκτωρ Δημόσιας Υγείας του Harvard Εύη Χατζηανδρέου. «Παρότι πλέον ξέρουμε να μετρήσουμε και να αξιολογήσουμε την ποιότητα, ο τομέας αυτός στην Ελλάδα έχει μηδενική παρουσία».
(Κάνετε κλικ στο τίτλο για το πλήρες αρθρο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου