Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ : Η αξία του αντιφασισμού

Εντσο Τραβέρσο: «Το να απορρίπτουμε σήμερα την κληρονομιά του αντιφασισμού σημαίνει ότι αποδυναμώνουμε την ίδια τη δημοκρατία»

Στο βιβλίο του «Α ferro e fuoco» (Il Mulino, 2007) ο ιταλός ιστορικός Εντσο Τραβέρσο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο «Ιούλιος Βερν» της Αμιέν, αναλύει την εποχή του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου που διήρκεσε από το 1914 ώς το 1945.

Η ακόλουθη συνέντευξη του Εντσο Τραβέρσο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Liberazione».

- Ας ξεκινήσουμε από τον ίδιο τον ορισμό του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου», έκφραση που χρησιμοποίησε ο Ερνστ Νόλτε, αλλά και άλλοι, με τρόπο μερικές φορές αντιφατικό. Σε αυτή την περίπτωση περί τίνος πρόκειται;

«Η έννοια του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου έχει διαδοθεί ευρέως, έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς συγγραφείς ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, αν και ο μόνος που της έδωσε συστηματική μορφή ήταν ο συντηρητικός ιστορικός Νόλτε, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο. Μόνο που ο "δικός του" εμφύλιος πόλεμος αρχίζει το 1917.

Ο Νόλτε φτάνει να ερμηνεύει ακόμα και τα εγκλήματα του ναζισμού ως αντιγραφή της μπολσεβίκικης βίας, στην οποία αυτός βλέπει τη μήτρα των ολοκληρωτισμών και των βιαιοτήτων του εικοστού αιώνα. Προφανώς εγώ δεν συμμερίζομαι αυτή την ερμηνεία. Κατά τη γνώμη μου ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος αρχίζει το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, με την κατάρρευση της ευρωπαϊκής τάξης του 19ου αιώνα που είχε καθοριστεί στη Βιέννη το 1814, μετά τους ναπολεόντειους πολέμους.

Με την έννοια του ευρωπαϊκού εμφύλιου πολέμου δεν θέλω να ορίσω ένα γεγονός, αλλά μάλλον μιαν εποχή. Προσπαθώ δηλαδή να συλλάβω το νόημα ενός τριακονταετούς ιστορικού κύκλου, τα όρια του οποίου προσδιορίζονται από δύο παγκόσμιους πολέμους. Παρ' όλο που έχω επίγνωση των μεθοδολογικών προβλημάτων που αυτό συνεπάγεται, πιστεύω ότι η χρήση της έννοιας του ευρωπαϊκού εμφύλιου πολέμου είναι κατάλληλη, επειδή ο παγκόσμιος πόλεμος που ξεσπά το 1914 παίρνει νέα χαρακτηριστικά, τα οποία θέτουν υπό αμφισβήτηση το παλιό παράδειγμα του πολέμου που είχε προσδιοριστεί κατά τον 19ο αιώνα από τον Κλαούζεβιτς, δηλαδή τον πόλεμο νοούμενο με βάση μια στενή διασύνδεση κράτους, στρατού και λαού. Με αφετηρία το 1914 αυτό το σχήμα αμφισβητείται πλήρως. Ανοίγει τότε μια εποχή συγκρούσεων που διαπερνούν τα κράτη και απειλούν την ενότητά τους, που διαπερνούν τους λαούς και τα έθνη και κατακερματίζουν τους στρατούς.

Ολοι οι πόλεμοι που θα ακολουθήσουν σε αυτή την τριακονταετία, αν και ξεσπούν ως πόλεμοι μεταξύ κρατών, καταλήγουν έπειτα να παίρνουν τα χαρακτηριστικά των εμφύλιων πολέμων, δηλαδή πολέμων που δεν τείνουν προς μιαν ειρηνευτική συμφωνία αλλά αποβλέπουν στην καταστροφή του εχθρού, στη διάρκεια των οποίων δεν σέβονται πλέον το δίκαιο του πολέμου και δεν κάνουν καμιά διάκριση μεταξύ στρατιωτών και άμαχων πολιτών. Πολέμων που παίρνουν όλο και περισσότερο τα γνωρίσματα της ιδεολογικής σταυροφορίας».

- Κατά τη γνώμη σας το ζητούμενο είναι να ορίσουμε με αυτή την ορολογία ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του εικοστού αιώνα, που σήμερα παραγνωρίζονται εντελώς;

«Εκκινώ από τη διαπίστωση ότι σήμερα κυριαρχεί μια ερμηνεία του 20ού αιώνα που θα τη χαρακτήριζα μονόπλευρη ή ατελή. Χρειάστηκαν δεκαετίες ώστε τα θύματα των βιαιοτήτων του 20ού αιώνα στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα εκείνα του Ολοκαυτώματος και του σταλινισμού, να πετύχουν μια δίκαιη αναγνώριση στον δημόσιο χώρο και επομένως να αποτελέσουν μέρος της ιστορικής μας μνήμης. Οταν αυτό έγινε, προχωρήσαμε ωστόσο σε μιαν επανερμηνεία του 20ού αιώνα ως εποχής της βίας, καταλήγοντας να μετατρέψουμε τα θύματα όχι μόνο σε μάρτυρες αλλά κατά κάποιον τρόπο και σε πρωταγωνιστές του αιώνα, ο οποίος έτσι υποβαθμίστηκε σε μια δυαδική σύγκρουση ανάμεσα σε δήμιους και θύματα. Ο ουμανισμός χρησιμοποιήθηκε ως μια αναλυτική ερμηνευτική έννοια και όχι μόνο ως μια ηθικο-πολιτική έννοια. Αν θέλουμε όμως να κατανοήσουμε τι ήταν αληθινά ο 20ός αιώνας, χρειάζεται να μελετήσουμε όλους τους δρώντες, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών δρώντων, που έκαναν πολιτικές επιλογές οι οποίες συνεπάγονταν ακόμα και την προσφυγή στα όπλα, στη βία».

- Στο βιβλίο σας διαβάζουμε μια καταγγελία εναντίον της παραγνώρισης όσων πολέμησαν κατά του φασισμού.

«Νομίζω ότι έκανα μια πολύ σαφή επιλογή, αναγνωρίζοντας έτσι και εκείνα τα υποκειμενικά στοιχεία του μελετητή που συμβάλλουν στον προσανατολισμό των επιλογών του. Από τη σκοπιά της κληρονομιάς του 20ού αιώνα η δική μου θέση είναι πολύ σαφής: Δεν μπορούμε να τοποθετούμε στο ίδιο επίπεδο φασισμό και αντιφασισμό.

Οι δημοκρατίες που υπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη, με όλα τα όριά τους, είναι κληρονόμοι του αντιφασισμού, τουλάχιστον στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βλέπουμε τις αντιφάσεις του αντιφασισμού, τον οποίο πρέπει να αναλύουμε ιστορικά και κριτικά, αναγνωρίζοντας ιδιαίτερα την τυφλότητα -αν όχι, μερικές φορές, και την άκριτη υποστήριξη- απέναντι στο σταλινισμό και την ανικανότητα να διαγνωστεί ο ολοκληρωτικός του χαρακτήρας, και από την άλλη μεριά την αδυναμία να γίνει αντιληπτή η γενοκτονική διάσταση του ναζιστικού αντισημιτισμού.

Ωστόσο, παρά αυτά τα όριά του, ο αντιφασισμός είναι η ιστορική εμπειρία που κατέστησε δυνατή την υπέρβαση της εποχής των φασισμών και της απειλής του ναζισμού και επέτρεψε την ανοικοδόμηση των δημοκρατιών. Το να απορρίπτουμε σήμερα αυτή την κληρονομιά, όπως γίνεται από πολλές πλευρές στην Ιταλία, σημαίνει στην πραγματικότητα ότι αποδυναμώνουμε και καθιστούμε ευάλωτη την ίδια τη δημοκρατία μας, επειδή λησμονούμε μιαν εποχή στην οποία αυτή καταστράφηκε και καταργήθηκε για πολύ καιρό από τον φασισμό (...)». *



Δεν υπάρχουν σχόλια: